- γυμνητικόν
- γυμνητικόςofmasc acc sgγυμνητικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμνητικός — γυμνητικός, ή, όν (Α) [γυμνής] 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γυμνήτη 2. το ουδ. ως ουσ. τό γυμνητικόν η γυμνητεία … Dictionary of Greek